Δεν ξέρω κατά πόσον είναι εύκολο να χωρέσουν σε ένα κείμενο ταξιδιωτικών αναμνήσεων όσα ζήσαμε στην Κούβα. Έχω άπειρες ενστάσεις στο αν η χώρα αυτή μπορεί να περιγραφεί και να κατανοηθεί. Το μόνο σίγουρο είναι οτι όσους ταξιδιωτικούς οδηγούς κι αν ανοίξει κάποιος, όσο καλά κι αν ενημερωθεί, η Κούβα είναι ένα μέρος που εκπλήσσει, ξαφνιάζει, σε κάνει και αναθεωρείς ξανά και ξανά και ξανά.

Θα προσπαθήσω όσο μπορώ το κείμενό μου να έχει συνοχή, αν και, αναφερόμενη στην Κούβα το μυαλό μου κατακλύζεται από σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα, μυρωδιές, ιδέες που δύσκολα μπαίνουν σε σειρά.

Προτού ξεκινήσω την αφήγηση των δικών μας βιωμάτων, ας συστηθούμε: Είμαστε η Δέσποινα και η Σωτηρία. Το ταξίδι αυτό αποτελούσε όνειρο ζωής και για τις δυο μας, η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Μείναμε στο νησί 22 μέρες με σκοπό αρχικά να γνωρίσουμε την Αβάνα και στη συνέχεια να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο και να γυρίσουμε το νησί όσο περισσότερο μας έπαιρνε χρονικά. Διαλέξαμε να μείνουμε αποκλειστικά σε casas par­tic­u­lares τόσο για λόγους ποιότητας όσο και επειδή ένα από τα βασικά μελήματα του ταξιδιού μας ήταν να συναναστραφούμε όσο περισσότερο μπορούσαμε με το ντόπιο πληθυσμό.

Όπως θα διαπιστώσει κανείς πηγαίνοντας στην Κούβα το κομμάτι τουρισμός είναι μία πίτα μοιρασμένη σε λίγους και λόγω των ιδιαιτεροτήτων της χώρας σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και την έλλειψη υποδομής, ένας τουρίστας ο οποίος επιλέγει να πάει οργανωμένα έχει μεν το πλεονέκτημα της άνεσης και της εξοικονόμησης χρόνου που θα ξόδευε ψάχνοντας, όμως η πλευρά της χώρας που γνωρίζει έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα του μέσου κατοίκου.

Αυτά είναι πράγματα που συνειδητοποιεί κανείς αν όχι με το που πατήσει το πόδι του στο αεροδρόμιο της Αβάνας, τότε σίγουρα τις πρώτες 2 – 3 μέρες. Η αλήθεια είναι πως η πρώτη εντύπωση είναι ελαφρώς σοκαριστική. Νοιώθεις οτι βγήκες από μία μηχανή του χρόνου και έχεις φτάσει εκατό χρόνια πίσω σε μία χώρα όπου τα πάντα λειτουργούν χαλαρά, ανεξάρτητα από την τεχνολογία και την πρόοδό της, οι ρυθμοί είναι απελπιστικά αργοί και όσο πιο γρήγορα το αποδεχτείς και προσαρμοστείς, τόσο πιο καλά θα περάσεις.

Στην Κούβα ορισμένες λέξεις όπως παροχή υπηρεσιών, άνεση, ποιότητα ζωής απλά ξεχνάς οτι υπάρχουν. Όντας πολύ αισιόδοξος επισκέπτης απλώς πείθεις τον εαυτό σου να απολαύσει μία δόση αποτοξίνωσης, να κλείσει το κινητό, να ξεχάσει την ύπαρξη του Διαδικτύου (όσο αστείο κι αν ακούγεται) και να ανοίξει διάπλατα τα μάτια και τα αυτιά του για όσα μαθήματα πρόκειται να πάρει κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί.

Λοιπόν εμείς αφού καταναλώσαμε περί τις δύο μέρες μέχρι να μπούμε στο κλίμα μπορώ να πω οτι αρχίσαμε να απολαμβάνουμε τη βόλτα μας στην Αβάνα. Τις πρώτες μέρες γνωρίσαμε τα μέσα μεταφοράς της πόλης. Στην αρχή όπως ήταν αναμενόμενο χρησιμοποιούσαμε τα taxis pri­va­dos, δηλαδή τα κοινά ταξί. Στη συνέχεια συνειδητοποιήσαμε οτι τα πάντα στην Κούβα εκτός από τη νόμιμη και πλέον ακριβή οδό, λειτουργούν και αλλιώς. Οπότε και άρχισε να γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα η μετακίνηση είτε με taxis colec­tivos (almen­drones) είτε με μικρά βανάκια παλιάς εποχής χωρητικότητας 7 – 8 ατόμων τα οποία ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές μέσα στην πόλη και με ελάχιστα κουβανικά πέσος σε αφήνουν στον προορισμό σου. Πώς τα βρίσκεις; Ρωτώντας. Όπως και οτιδήποτε άλλο ψάχνεις στη χώρα.

Και μιας που πήγα εκεί την αφήγηση, στο σημείο αυτό να τονίσουμε οτι η Κούβα είναι ένα μέρος στο οποίο τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Επομένως είδη βασικής ανάγκης είτε αντικειμενικά (π.χ. χαρτί υγείας) είτε υποκειμενικά (π.χ καφές κλπ) καλό θα είναι να τα έχει κάποιος μαζί του διότι τα μαγαζιά στερούνται βασικών ειδών και ο μόνος τρόπος εύρεσής τους είναι η μαύρη αγορά.

Κάπως έτσι πέρασαν οι πρώτες μέρες στην Αβάνα, με προσαρμογή και χαλαρές βόλτες στις δύο βασικές περιοχές του κέντρου της πόλης, την Havana Vie­ja και το Vedado.

Μία τεράστια, γοητευτική, πολυπληθής πόλη με έντονη κίνηση, χρώματα, κτήρια που στην κυριολεξία καταρρέουν, αυτοκίνητα ετών 60+, καφέ, μπαρ, εστιατόρια, πλατείες γεμάτες με κόσμο, παιδιά να παίζουν στις γειτονιές, ανθρώπους όλων των ηλικιών που πλησιάζουν τους τουρίστες όπως οι μέλισσες το μέλι, διαθέσιμοι να απαντήσουν κάθε ερώτησή σου και περίεργοι να συναναστραφούν μαζί σου. Μία πόλη που σε εμπνέει να χαθείς στα στενά της, να την περπατήσεις μέχρι να πονέσουν τα πόδια σου, να καθίσεις στη Μαλεκόν, την παραλιακή λεωφόρο της, μέχρι το ηλιοβασίλεμα.

Στην Αβάνα αισθανθήκαμε οτι θα μπορούσαμε να περάσουμε και τις τρεις εβδομάδες του ταξιδιού και πάλι να μη μας φτάσει. Περάσαμε πρωινά ολόκληρα στα μουσεία της, επισκεφθήκαμε το εργοστάσιο πούρων της, ανεβήκαμε στο κάστρο της, χαζέψαμε στις υπαίθριες αγορές, γνωρίσαμε κόσμο, προσκληθήκαμε στα σπίτια τους για φαγητό, συζητήσαμε, ήρθαμε σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα της Κούβας όπως τη ζει ο απλός καθημερινός κόσμος της.

Έπειτα παίρνοντας ως σημείο αναφοράς την Αβάνα, συνοπτικά τα μέρη που επισκεφθήκαμε στο δυτικό κομμάτι του νησιού είναι Las Ter­razas, Viñales, Guane, María La Gor­da, Man­tua, Cayo Jutías, ενώ στο ανατολικό τμήμα είναι Trinidad, Sanc­ti Spíri­tus, Cam­agüey, Las Tunas, Hol­guin, Guardalava­ca, Mayarí, San­ti­a­go de Cuba, Bayamo, San­ta Clara, Varadero και Matan­zas. Η περιπλάνησή μας είχε πολλές στάσεις σε ενδιάμεσες μικρές επαρχιακές πόλεις και χωριά και βέβαια πολλά απρόοπτα, τα πιο αξιοσημείωτα εκ των οποίων ήταν ένα σκισμένο λάστιχο στη San­ta Clara που επισκευάσαμε σε τοπικό βουλκανιζατέρ για να αποφύγουμε την καθυστέρηση της οδικής βοήθειας, μία παραβίαση στοπ 80km πριν το Cam­agüey σε σημείο που την είχε στημένη η αστυνομία και χρειάστηκε να δώσουμε 30cuc στους αστυνομικούς για να μας χαρίσουν πρόστιμο 120cuc (λάδωμα αλά greek way), μία βραδινή αναγκαστική στάση σε ένα χωματόδρομο γεμάτο λάσπη χωρίς κανένα φως στη μέση του πουθενά στη διαδρομή από Guardalava­ca προς Mayarí όπου το αυτοκίνητο δεν πήγαινε και κυριολεκτικά τα χρειαστήκαμε, ένα δάγκωμα από κάβουρα της ξηράς στη διαδρομή προς María La Gor­da και πολλά άλλα.

Αν γεμίσω το κείμενό μου αυτό με κατεξοχήν ταξιδιωτικές πληροφορίες για τις πόλεις που επισκεφθήκαμε, η έκτασή του θα ξεπεράσει τα όρια οπότε προτίμησα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις-συμπεράσματα από την εμπειρία μας αυτή.

Η με διαφορά πρώτη και κυρίαρχη σκέψη μας είναι η αδικία που βιώνει ο κουβανικός λαός τα τελευταία 50 χρόνια όντας καταδικασμένος να ζει στην απόλυτη ανέχεια στερούμενος βασικών ελευθεριών και χωρίς καμία δυνατότητα για εξέλιξη και πρόοδο. Λαμβάνοντας ως βασικό μισθό 20$ μηνιαίως και με τις τιμές στα μάρκετ εφάμιλες των δικών μας αντιλαμβάνεται κανείς οτι αφενός μεν η κατοχή βασικών ειδών αποτελεί πολυτέλεια, αφετέρου δε η λέξη παροχή υπηρεσιών ακούγεται το λιγότερο αστεία. Η πλειοψηφία των Κουβανών δε βρίσκει το λόγο να εργαστεί υπό αυτές τις συνθήκες (ή ακόμη κι αν το κάνει, δεν τον ενδιαφέρει η όποια εργασία του) και μπορεί να περνάει ολόκληρη τη μέρα του χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό.

Ο αντίλογος της παραπάνω θλιβερής συνειδητοποίησής μας είναι οι αξίες και οι κοινωνικοί δεσμοί του κουβανικού λαού, χαρακτηριστικά δυστυχώς ανύπαρκτα στις δικές μας ανεπτυγμένες κοινωνίες.

Επιχειρώντας μία ουσιαστικότερη προσέγγιση και παρατηρώντας προσεκτικά τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, συνειδητοποιεί κανείς οτι στην Κούβα βρίσκει απόλυτη εφαρμογή η φράση “όταν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις”. Οι άνθρωποι είναι ανιδιοτελείς, δε φοβούνται να ανοιχτούν και να προσφέρουν, βοηθούν ο ένας τον άλλο και είναι πλήρως απελευθερωμένοι από τα δεσμά του χρήματος και του άκρατου καταναλωτισμού.

Σίγουρα η δική τους κατάσταση βρίσκεται στο άλλο άκρο και σίγουρα το ιδανικό απέχει πάρα πολύ, όμως επίσης αναντίρρητα η Κούβα είναι μία χώρα που σου μαθαίνει να εκτιμάς ό,τι έχεις και να συνειδητοποιείς πως ίσως τα όποια προβλήματα έχεις διογκωμένα στο μυαλό σου να μην έχουν τη σημασία που τους δίνεις. Και κάπως έτσι ζεις πιο ισορροπημένα.

 

Pin It on Pinterest